Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
Full diacritics: πᾰλῐνλῐθηγία | Medium diacritics: παλινλιθηγία | Low diacritics: παλινλιθηγία | Capitals: ΠΑΛΙΝΛΙΘΗΓΙΑ |
Transliteration A: palinlithēgía | Transliteration B: palinlithēgia | Transliteration C: palinlithigia | Beta Code: palinliqhgi/a |
ἡ, return of rejected blocks to a quarry, Supp.Epigr.4.453.30 (Didyma, ii B. C.).
παλινλιθηγία, ἡ (Α)
επαναφορά λίθων για απόρριψη σε λατομείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λίθος + -ηγία (< -ηγός < ἄγω)].