τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
(ΑΜ παλινοδῶ, -έω)επιστρέφω από τον ίδιο δρόμοαρχ.παθ. παλινοδοῦμαι, -έομαι(για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -οδῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου παλίν-οδος (< ὁδός), πρβλ. ευοδώ].