παλινοδώ

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόνLibya always bears something new

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ παλινοδῶ, -έω)
επιστρέφω από τον ίδιο δρόμο
αρχ.
παθ. παλινοδοῦμαι, -έομαι
(για αριθμούς) επαναλαμβάνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -οδῶ, πιθ. μέσω αμάρτυρου παλίν-οδος (< ὁδός), πρβλ. ευοδώ].