παλλακίδα
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
Greek Monolingual
η (ΑΜ παλλακίς, -ίδος)
γυναίκα που συμβιώνει με άνδρα χωρίς επίσημο γάμο, σε αντιδιαστολή και προς τη νόμιμη σύζυγο και προς την εταίρα («παλλακίδος... τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν, ἀτιμάζεσκε δ' ἄκοιτιν», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
ιέρεια που παλλακευόταν για λόγους ιεροτελεστικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του παλλακή, πιθ. υποκοριστικός, με επίθημα -ίς, -ίδος].