παλουκώνω

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

παλούκι
1. διατρυπώ κάποιο σώμα με πάσσαλο, ανασκολοπίζω, σουβλίζω
2. μέσ. παλουκώνομαι
κάθομαι στη θέση μου και παραμένω ακίνητος
3. μτφ. (για άνδρα) συνουσιάζομαι, συνευρίσκομαι με γυναίκα.