παπαβερώδη

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

Greek Monolingual

τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 640 είδη κατανεμημένα σε τρεις οικογένειες, από τις οποίες οι παπαβερίδες είναι από τις σημαντικότερες οικογένειες που παράγουν φαρμακευτικές ουσίες, με σπουδαιότερο γένος το παπάβερ.