παραγκώμι

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

το
παρατσούκλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό τών λ. παρ-ωνύμιο «παρατσούκλι» + εγκώμιο, κατ' ευφημισμόν].