παραδοξότητα

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Greek Monolingual

παραδοξότης, -ητος, ἡ, ΝΑ παράδοξος
το να είναι κάτι παράδοξο, παράξενο, αλλόκοτο
νεοελλ.
φυσ. ιδιότητα η οποία χαρακτηρίζει τα αδρόνια.