παραθεωρώ

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
μσν.
εκτρέπομαι
αρχ.
1. παραβάλλω, συγκρίνω
2. κρατώ κάτι στο μυαλό μου
3. παρατηρώ κάτι επιπόλαια.