ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
-έω, ΜΑμσν.εκτρέπομαιαρχ.1. παραβάλλω, συγκρίνω2. κρατώ κάτι στο μυαλό μου3. παρατηρώ κάτι επιπόλαια.