παρακαταθέτω

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

εμπιστεύομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό ή κινητά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τρίτο πρόσωπο ή οργανισμό για να τά φυλάξει, κάνω παρακαταθήκη.