παρακαταθέτω
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
Greek Monolingual
εμπιστεύομαι, καταθέτω χρηματικό ποσό ή κινητά περιουσιακά στοιχεία σε ένα τρίτο πρόσωπο ή οργανισμό για να τά φυλάξει, κάνω παρακαταθήκη.