παρακείμενος

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γραμμ. ένας από τους αρκτικούς χρόνους του ρήματος, ο οποίος δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα άρχισε στο παρελθόν, έχει πλέον συντελεστεί και υφίσταται ως αποτέλεσμα στο παρόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αρσ. της μτχ. του παράκειμαι.