παραληρηματικός

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71

Greek Monolingual

-ή, -ό παραλήρημα
1. παραληρητικός
2. φρ. «παραληρηματική ιδέα»
ιατρ. εσφαλμένη ιδέα σε έκδηλη αντίθεση με την πραγματικότητα η οποία, εν τούτοις, αποτελεί πεποίθηση για εκείνον που τήν εκφράζει.