παραπάνω

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek Monolingual

και παραπάνου
επίρρ.
1. τοπ. α) πιο πάνω, πιο ψηλά («στο παραπάνω σκαλοπάτι»)
β) παραπέρα («κάθεται στο παραπάνω σπίτι»)
2. (ποσ. ή χρον.) επί πλέον, περισσότερο, πιο πολύ («πλήρωσε παραπάνω απ' όσο υπολόγιζε»)
3. φρ. «με το παραπάνω» — περισσότερο από ικανοποιητικά, αρκετά, άφθονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- (ε)πάνω].