παραπλανώ

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353

Greek Monolingual

παραπλανῶ, -άω, Ν ΜΑ
νεοελλ.
1. εκτρέπω κάποιον από τον σωστό δρόμο
2. παρασύρω κάποιον με πονηριά και επιτηδειότητα στο κακό, ξεμυαλίζω, διαφθείρω
νεοελλ.-μσν.
εξαπατώ, ξεγελώ κάποιον
αρχ.
1. πέφτω σε πλάνη, απατώμαι
2. παθ. παραπλανῶμαι, -άομαι
εξαπατώμαι.