παραπληρώ

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

παραπληρῶ, -όω, ΝΜΑ
1. γεμίζω κάτι τελείως, παραγεμίζω
2. συμπληρώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πληρῶ «γεμίζω»].