παραπόταμος

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

ο
ποταμός που χύνεται σε άλλο μεγαλύτερο ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ποταμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αν. Πολυζωίδη].