παρασέρνω

From LSJ

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

και παρασύρω
1. τραβώ προς το μέρος μου, παίρνω μαζί μου με βίαιο τρόπο, συμπαρασύρω
2. εκτρέπω, βγάζω κάποιον από τον δρόμο του
3. μτφ. αποπλανώ, ξεμυαλίζω.