παρασίτωση
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
Greek Monolingual
η
ιατρ. παθολογική κατάσταση που προκαλείται από την παρουσία και ανάπτυξη παρασίτων στον οργανισμό του ανθρώπου, λοίμωξη η οποία μπορεί να εκδηλώνεται με κλινικά συμπτώματα (παρασιτική νόσος) ή να είναι κλινικά αφανής (λανθάνουσα παρασίτωση).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parasitosis < παράσιτο].