παρασχίδες
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
[ῐ], αἱ, splinters, π. ὀστέων, in a fracture. Hp.Fract.24: sg., Gal. 18(2).536.
German (Pape)
[Seite 501] αἱ, Splitter, Späne, die beim Spalten od. Hauen abfallen, ὀστέων Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παρασχίδες: [ῐ], αἱ, παρασχισθέντα τεμάχια, π. ὀστέων, ἐν κατάγματι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 766.