παρελκυστικός
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
-ή, -ό
αυτός που συντελεί ή αποβλέπει στην επιβράδυνση («παρελκυστική τακτική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρελκύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη].