παρκάρω

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

σταθμεύω αυτοκίνητο ή άλλο όχημα σε κατάλληλο ή ειδικό χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.parcare].