σταθμεύω
From LSJ
πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground
English (LSJ)
(σταθμός) have or take up quarters, BGU1006.14 (iii B.C.), App.Mith.20; ἐπὶ τοῦ ῥεύματος Anon. ap. Suid.; ἐπὶ λίμνῃ App.Pun.99.
German (Pape)
[Seite 927] Wohnung od. Quartier haben, Appian. Mthrid. 20.
French (Bailly abrégé)
avoir ses quartiers, camper.
Étymologie: σταθμός.
Greek (Liddell-Scott)
σταθμεύω: (σταθμὸς) σταθμὸν ποιοῦμαι, κατασκηνῶ, καταλύω, Ἀππ. Μιθρ 20· ἐπὶ τοῦ ῥεύματος Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ· ἐπὶ λίμνῃ Ἀππ. Καρχηδ. 99.
Greek Monolingual
ΝΜΑ σταθμός
νεοελλ.
1. (για μεταφορικά μέσα) διακόπτω την πορεία και σταματώ προσωρινά κάπου για αποβίβαση και παραλαβή επιβατών ή για σύντομη ανάπαυση
2. (για στρ. μονάδα) διακόπτω την πορεία για ανάπαυση ή για διανυκτέρευση
μσν.-αρχ.
κατασκηνώνω, καταλύω.