παρτέρι

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

το
τμήμα κήπου, γενικά επίπεδο, σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα, το οποίο περιλαμβάνει χαμηλά φυτά, άνθη, χλοοτάπητα ή υδάτινη επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parterre < γαλλ. par terre «πάνω στη γη» < γαλλ. par (< λατ. per) + γαλλ. terre (< λατ. terra «γη»)].