παρτέρι

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
τμήμα κήπου, γενικά επίπεδο, σε διάφορα γεωμετρικά σχήματα, το οποίο περιλαμβάνει χαμηλά φυτά, άνθη, χλοοτάπητα ή υδάτινη επιφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parterre < γαλλ. par terre «πάνω στη γη» < γαλλ. par (< λατ. per) + γαλλ. terre (< λατ. terra «γη»)].