πατρομιξία
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Greek (Liddell-Scott)
πατρομιξία: τῶν Λὼτ θυγατέρων, ἡ μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν σαρκικὴ μῖξις, Θεοφ. Κεραμ. ἐν Mi. Pa. gr. τότ. 132, σελ. 1025.
Greek Monolingual
ἡ, Μ
(για τις θυγατέρες του Λωτ) η σαρκική μίξη της θυγατέρας με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μιξία (< -μικτος < μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θυγατρομιξία].