πατρομιξία

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263

Greek (Liddell-Scott)

πατρομιξία: τῶν Λὼτ θυγατέρων, ἡ μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν σαρκικὴ μῖξις, Θεοφ. Κεραμ. ἐν Mi. Pa. gr. τότ. 132, σελ. 1025.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
(για τις θυγατέρες του Λωτ) η σαρκική μίξη της θυγατέρας με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μιξία (< -μικτος < μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θυγατρομιξία].