πατρομιξία

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387

Greek (Liddell-Scott)

πατρομιξία: τῶν Λὼτ θυγατέρων, ἡ μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῶν σαρκικὴ μῖξις, Θεοφ. Κεραμ. ἐν Mi. Pa. gr. τότ. 132, σελ. 1025.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
(για τις θυγατέρες του Λωτ) η σαρκική μίξη της θυγατέρας με τον πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -μιξία (< -μικτος < μικτός < μείγνυμι), πρβλ. θυγατρομιξία].