πατροποθήτως

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek (Liddell-Scott)

πατροποθήτως: μετὰ πατρικοῦ πόθου, Ἐπιστ. Συνοδ. παρὰ Montfauc. Bibl. Coisl. σ. 99, 26.

Greek Monolingual

ΜΑ
με πατρικό πόθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + ποθητός (< ποθῶ) + επιρρμ. κατάλ. -ως].