πατροφεγγής

Greek Monolingual

-ές, Α
πατροφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. αστροφεγγής].

German (Pape)

ές, vom Vater leuchtend, Sp.