πατροφαής

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

German (Pape)

[Seite 536] ές, vom Vater leuchtend, Greg. Naz.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για τον Χριστό) αυτός που παίρνει το φως από τον Πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. αστροφαής].