πατροφονία

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Vatermord, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πατροφονία: ἡ, πατροκτονία, Βασίλ. τ. 1, σ. 463Β.

Greek Monolingual

ἡ, Α πατροφόνος
η πατροκτονία, ο φόνος του πατέρα.