γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
ης (ἡ) :effet de la persuasion ; calme, repos.Étymologie: πείθω.
πείση Ion. voor πεῖσα.
πείση: ἡ ион. = * πείσα.