πεζοδρόμος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
German (Pape)
[Seite 542] zu Fuße laufend, Sp.
Greek Monolingual
-ο / πεζοδρόμος, -ον, ΝΜ
αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεζοδρόμος
αυτός που βαδίζει πεζή, πεζοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ταχυδρόμος.