πεισέμεν

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

French (Bailly abrégé)

inf. f. Act. épq. de πείθω.

Greek Monotonic

πεισέμεν: Επικ. αντί πείσειν, μέλ. απαρ. του πείθω.