πενθώ
From LSJ
Greek Monolingual
πενθῶ, πενθέω, ΝΜΑ πένθος
1. κατέχομαι από βαθιά ψυχική οδύνη και θρηνώ για μια μεγάλη συμφορά και, κυρίως, για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου («νέκυν πενθῆσαι», Ομ. Ιλ.)
2. έχω πένθος, είμαι σε πένθος
3. φέρω τα εξωτερικά σημάδια του πένθους τηρώντας το τυπικό, δηλ. τα μαύρα ρούχα ή τη μαύρη ταινία στον βραχίονα, πενθηφορώ
αρχ.
παθ. πενθοῦμαι, πενθέομαι
είμαι αντικείμενο πένθους, μέ θρηνούν.