πεντέτης
English (LSJ)
πεντέτες,
A of five years, σπονδαί Ar. Ach. 188.
2 five years old, ἐλέφας Arist.HA 546b8, cf. IG3.1307, etc.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
πεντέτης: -ες, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ πέντε ἐτῶν, πέντε ἐτῶν, σπονδαὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 188, Ἀριστ. π τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14. 26. ― θηλ. -πεντέτις, κόρη πεντέτις Boiss. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 378, 245.
Greek Monolingual
-ες, Α
βλ. πενταέτης.
Greek Monotonic
πεντέτης: -ες (ἔτος), αυτός που αποτελείται από πέντε χρόνια, σπονδαί, σε Αριστοφ.