πεπονιά

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270

Greek Monolingual

η πεπόνι
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Cucumis melo του γένους κουκούμις που καλλιεργείται στις θερμές περιοχές όλου του κόσμου για τον εδώδιμο καρπό του.