περδικάκι

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

το πέρδικα
1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή πέρδικα
2. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο
3. κοινή ονομασία του φυτού παριετάρια.