μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
adv.avec une curiosité indiscrète.Étymologie: περίεργος.
ΝΜΑεπίρρ. βλ. περίεργος.
περιέργως: из праздного любопытства (ἐκπυνθάνεσθαι τὰς αἰτίας Plut.).