περιήχηση
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
Greek Monolingual
η / περιήχησις, -ήσεως, ΝΜΑ περιηχώ
η αντήχηση
αρχ.
καθοδήγηση προς το κακό, σε αντιδιαστολή με την κατήχηση.