περιβοώ

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. βοώ ολόγυρα, βάζω τις φωνές και ξεσηκώνω ταραχή γύρω γύρω
2. μτφ. (ενεργ. και παθ.) περιβοοῦμαι, -όομαι
συκοφαντώ, διαβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βοῶ (< βοή)].