τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
-ή, -ό, Ν περιγελαστήςαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιγελαστή ή στο περιγέλασμα.