περιγελαστικός

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν περιγελαστής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιγελαστή ή στο περιγέλασμα.