περιγελώ

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source

Greek Monolingual

περιγελῶ, -άω, ΝΜΑ
γελώ ή, γενικά, συμπεριφέρομαι περιφρονητικά και κοροϊδευτικά εις βάρος κάποιου, εμπαίζω, χλευάζω
νεοελλ.
εξαπατώ, ξεγελώ
αρχ.
γελώ από παντού («γέλασε δὲ πᾶσα περὶ χθών», Ομ. Ιλ.).