περιθλώ

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source

Greek Monolingual

-άω, ΝΑ
νεοελλ.
1. ενεργ. προξενώ περίθλαση
2. παθ. περιθλώμαι
(για κύματα) υφίσταμαι περίθλαση
αρχ.
πιέζω κάτι ολόγυρα και το σπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θλῶ «σπάζω»].