περικυκλώ

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

(I)
-έω, ΜΑ κυκλώ, -έω]]
μσν.
1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω
2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω
αρχ.
1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω
2. παθ. περικυκλοῦμαι, -έομαι
κυμαίνομαι.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. περικυκλώνω.