περιμάρμαρος

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμάρμᾰρος Medium diacritics: περιμάρμαρος Low diacritics: περιμάρμαρος Capitals: ΠΕΡΙΜΑΡΜΑΡΟΣ
Transliteration A: perimármaros Transliteration B: perimarmaros Transliteration C: perimarmaros Beta Code: perima/rmaros

English (LSJ)

περιμάρμαρον, sparkling, π. ἄνθεσιν ἄχνας φλοῖσβος Hymn.Is. 165.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάρμαρος: ὁ, ὁ πανταχόθεν μαρμαίρων, Ἐπιγρ. ἔμμετρος Ἄνδρου Kaib. epigr. gr. 1028.

Greek Monolingual

-ον, Α περιμαρμαίρω
αυτός που λαμποκοπά από όλες τις μεριές.