περιμυκώμαι

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Α
μυκώμαι, αντηχώ δυνατά ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μυκῶμαι «μουγκρίζω»].