ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
-άομαι, Αμυκώμαι, αντηχώ δυνατά ολόγυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + μυκῶμαι «μουγκρίζω»].