περιπέπταμαι

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Russian (Dvoretsky)

περιπέπταμαι: Theocr. (= περιπεπέτασμαι) pf. pass. к περιπετάννυμι и περιπεταννύω.