περιστήθιο

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source

Greek Monolingual

το / περιστήθιος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που φορούν οι γυναίκες εσωτερικά και περιβάλλει το στήθος τους, στηθόδεσμος, κν. σουτιέν
2. (σχετικά με ιπποσκευή) το προστερνίδιο, η μπροστινέλα
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που τοποθετείται γύρω από το στήθος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστήθιον
ζωστήρας του στήθους στολισμένος με πολύτιμους λίθους που τον φορούσαν οι αρχιερείς τών Ιουδαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + στῆθος (πρβλ. επιστήθιος, μετα-στήθιος)].