περιστεράκι

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

το, Ν περιστέρι
1. υποκορ. μικρό περιστέριπεριστεράκι θα γενώ να κάτσω στο λαιμό σου»)
2. θωπευτικό επίθετο ωραίων ή αγαπημένων γυναικών
3. μτφ. αθώα τρυφερή ύπαρξη.